- πευκήεσσαν
- πευκήειςpine-coveredfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πευκήεις — και δωρ. τ. πευκάεις, εσσα, εν, Α 1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.) 3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ ὀλολυγμόν», Οππιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ … Dictionary of Greek